allnews-epirus

Το Brexit, ο Τραμπ και η σεξουαλική παρενόχληση χαρακτηρίζονται από τον ίδιο σωβινισμό

   

της Zoe Williams *
----------------------------

«Βλέποντας τώρα το Brexit, καταλαβαίνουμε ότι ήταν σε ένα βαθμό ένας προάγγελος του τι θα μας συνέβαινε στις Ηνωμένες Πολιτείες», είπε η Χίλαρι Κλίντον στον Αντριου Μαρ του BBC. Όταν ο πρόεδρος Ομπάμα προειδοποίησε τους Βρετανούς για τις συνέπειες που θα είχε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, εκείνοι λίγο ντράπηκαν, ήταν σαν ένας μεγάλος να παρεμβαίνει στη μέση ενός καυγά. Η Κλίντον, εν μέρει επειδή δεν είναι πρόεδρος, και κυρίως επειδή τα πλοία Brexit και Τραμπ έχουν σαλπάρει, μοιάζει σήμερα λιγότερο με πολιτικό και περισσότερο με ιατροδικαστή στη μέση μιας έρευνας.

Το άλλο της επιχείρημα ήταν να μας θυμίσει πόσο εξωφρενικό, πόσο πρωτοφανές, πόσο ανατριχιαστικό είναι να εκλέγεται πρόεδρος κάποιος που έχει ομολογήσει σεξουαλικές παρενοχλήσεις γυναικών.

Η αποχώρηση από την ΕΕ, η εκλογή ενός επιθετικού και ασταθούς σταρ της τηλεόρασης, η σεξουαλική παρενόχληση: δεν υπάρχει λογική σύνδεση μεταξύ αυτών των πραγμάτων, δεν υπάρχει κάποιο σύνολο ιδεών που μας οδηγεί από τους οπαδούς του σκληρού Brexit στον προστατευτισμό του Ντόναλντ Τραμπ, και από εκεί στον μισογυνισμό ενός προέδρου ή ενός μεγαλοπαραγωγού του Χόλιγουντ. Κι όμως αυτά τα πράγματα συνδέονται μεταξύ τους, ο σωβινισμός που μετατρέπει τις γυναίκες σε αντικείμενα εντάσσεται στο ίδιο διανοητικό πλαίσιο που μετατρέπει τους μετανάστες σε εχθρό και τους μουσουλμάνους σε πηγή βίας.

Ο μηχανισμός με τον οποίο η Κλίντον συνδέει τη βρετανική και την αμερικανική πολιτική είναι υπαρκτός: τόσο το δημοψήφισμα για το Brexit όσο και οι αμερικανικές εκλογές δηλητηριάστηκαν από fake news. Ένα μεγάλο ψέμα μπορεί να σε πάει πολύ μακριά στην πολιτική, ιδιαίτερα αν οι συνήθεις άμυνες – μια ικανή αντιπολίτευση, ψύχραιμα και ουδέτερα μέσα ενημέρωσης – έχουν ως εκ θαύματος εξατμιστεί. Είναι αλήθεια ότι ένα αποτέλεσμα που αποσπάστηκε με ψέματα αμφισβητείται έντονα. Όμως κοινότητες που δημιουργούσαν fake news υπήρχαν πάντα. Η σημαντική στροφή που έχει σημειωθεί στο πρόσφατο παρελθόν δεν είναι τόσο η έκρηξη της παραπληροφόρησης, όσο η προθυμία των πολιτικών να καλλιεργήσουν την παραπληροφόρηση αυτή.

Οι κανόνες ήταν κάποτε σαφείς: μπορούσες να χρησιμοποιήσεις τα γεγονότα επιλεκτικά για να υποστηρίξεις την υπόθεσή σου, δεν μπορούσες όμως, εφόσον κατείχες δημόσια θέση, να πεις κάτι που ήξερες ότι είναι ψευδές. Ηταν σύνηθες να χρησιμοποιεί ένας πολιτικός λέξεις που σήμαιναν το αντίθετο από το πραγματικό τους περιεχόμενο, όπως «κυριαρχία του κοινοβουλίου» όταν επρόκειτο για υποταγή του κοινοβουλίου ή «συντριπτική πλειοψηφία» όταν στην πραγματικότητα η πλειοψηφία ήταν ισχνή. Αυτό που προστάτευε την πολιτική κουλτούρα από το ψεύδος δεν ήταν η έλλειψή του, αλλά οι αρχές που δέσμευαν τους πολιτικούς.

Όταν θέλεις η συζήτηση να γίνεται σε αυταρχικό πλαίσιο, όπου ο νικητής κερδίζει τα πάντα και ο χαμένος το βουλώνει, το πρώτο πράγμα που επιδιώκεις να εξουδετερώσεις είναι ο κοινός χώρος που λέγεται πραγματικότητα, όπου όλοι έχουν πρόσβαση στις ίδιες πληροφορίες και συμφωνούν για την εγκυρότητά τους. Όταν ο Τραμπ ψεύδεται στο Twitter, είτε πρόκειται για το πόσες φορές έχει εμφανιστεί στο ΤΙΜΕ είτε για το πόσοι παρέστησαν στην ορκωμοσία του, δεν το κάνει τυχαία: απορρίπτει απλώς την απαίτηση να μιλά με επιχειρήματα. Δεν έχει πλέον σημασία τι είναι αλήθεια και το ψέμα: το μόνο που έχει σημασία είναι ποιος νίκησε.

Δεν αποτελεί σύμπτωση λοιπόν που η αύξηση των πλαστών γεγονότων στην πολιτική συνοδεύτηκε από μια νέα αδιαφάνεια, στο πλαίσιο της οποίας μπορεί να εκπονούνται μελέτες για τις επιπτώσεις του Brexit στο έθνος αλλά οι πολίτες να μην ενημερώνονται για το περιεχόμενό τους. Η ένας πρόεδρος να εκθέτει τα συμφέροντά του σε ένα τηλεφώνημα σε έναν ομόλογό του από μια άλλη χώρα και να αρνείται να δώσει στη δημοσιότητα το περιεχόμενο του τηλεφωνήματος.

Το μήνυμα είναι σαφές: αυτά δεν είναι δική σας δουλειά, αφού εμείς είμαστε στο τιμόνι. Ακόμη πιο ανατριχιαστικό από τις οικονομικές επιπτώσεις του Brexit είναι το αίτημα της βρετανίδας πρωθυπουργού προς το κοινοβούλιο να ευθυγραμμιστεί πίσω της, λες και πέντε αιώνες αντιπολίτευσης και κριτικής σκέψης δεν έχουν συμβεί ποτέ.

Σε ένα νέο πολιτικό πλαίσιο αυταρχισμού, ο μισογυνισμός ευδοκιμεί όχι ως δευτερεύον θέαμα, αλλά επειδή οι οργανωτικές αρχές που ως τώρα το καταπολεμούσαν δέχονται επίθεση. Ολες οι μάχες για την ισότητα κερδίζονται με βάση τα οικουμενικά ανθρώπινα δικαιώματα. Όταν αυτά τα δικαιώματα απορρίπτονται, η αποδοχή της ισότητας και του σεβασμού μοιάζει ξαφνικά επισφαλής. Και έρχονται στην επιφάνεια επιχειρήματα από τα μέσα του περασμένου αιώνα. Κάνουν οι γυναίκες για δημόσια αξιώματα; Είναι οι γυναίκες υπεύθυνες για τη βία των ανδρών; Αξίζουν οι γυναίκες αναπαραγωγική αυτονομία ή θα τα κάνουν θάλασσα;

Τα επιχειρήματα αυτά δεν πέθαναν φυσικά ποτέ. Όμως ο αυταρχισμός είναι και πάλι μαζί μας, και ο αυταρχισμός αυτός θεωρεί ότι το σεξ ή η συζήτηση είναι πόλεμοι όπου δεν υπάρχει αμοιβαίο όφελος, αλλά μόνο νικητές και ηττημένοι.
  
(*) Η Ζόι Ουίλιαμς είναι αρθρογράφος της Guardian και συγγραφέας
  
(Πηγή: The Guardian)

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη