Οι στατίνες, τα γνωστότερα σε όλο τον κόσμο φάρμακα για τη μείωση της «κακής» χοληστερίνης (LDL), έχουν σημαντικά οφέλη για τη μείωση του κινδύνου εμφράγματος και ισχαιμικού εγκεφαλικού λόγω θρόμβωσης, ενώ ο κίνδυνος παρενεργειών τους είναι μικρός και σε κάθε περίπτωση τα δυνητικά οφέλη είναι μεγαλύτερα από τους πιθανούς κινδύνους.
Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας νέας επιστημονικής σύστασης εκ μέρους της Αμερικανικής Καρδιολογικής Ένωσης, που αξιολόγησε την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα των εν λόγω φαρμάκων, αναλύοντας όλες τις έως τώρα κλινικές μελέτες σχετικά με τη δράση τους. Η σχετική δημοσίευση έγινε στο περιοδικό της Ένωσης "Circulation: Arteriosclerosis, Thrombosis and Vascular Biology".
Περίπου ένας στους Αμερικανούς άνω των 40 ετών παίρνει στατίνες, αλλά το 10% τις σταματούν λόγω διαφόρων συμπτωμάτων. Οι Αμερικανοί καρδιολόγοι υποστηρίζουν ότι «στις περισσότερες περιπτώσεις δεν πρέπει να σταματά κανείς να παίρνει στατίνη, γιατί μπορεί να αυξήσει σημαντικά τον κίνδυνο εμφράγματος ή εγκεφαλικού λόγω μιας φραγμένης αρτηρίας».
Η μόνη βέβαιη εξαίρεση, που πρέπει κανείς να σταματήσει το φάρμακο, είναι αν ξαφνικά τα ούρα του αποκτήσουν πολύ σκούρο χρώμα, το οποίο ίσως αποτελεί ένδειξη οξείας νεφρικής ανεπάρκειας (όμως κάτι τέτοιο συμβαίνει σε λιγότερους από έναν στους χίλιους που παίρνουν στατίνες).
Οι συχνότερες παρενέργειες των στατινών είναι μυϊκοί πόνοι σε περίπου 1% των ασθενών, σύμφωνα με τη νέα μελέτη. Από την άλλη, τέτοιοι πόνοι είναι συχνοί σε μεσήλικες και τρίτης ηλικίας ανθρώπους εξαιτίας άλλων αιτιών. Όχι σπάνια, ο ασθενής λανθασμένα πιστεύει ότι οι μυϊκοί πόνοι του οφείλονται στις στατίνες και τις σταματά, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο καρδιαγγειακού επεισοδίου. Ένας βιοδείκτης του αίματος, η κρεατινίνη, μπορεί να δείξει αν υπάρχει πραγματική μυϊκή ζημιά λόγω των στατινών.
Ορισμένες φορές, σύμφωνα με τους Αμερικανούς καρδιολόγους, λειτουργεί απλώς το φαινόμενο «νοσίμπο» (αρνητικού πλασίμπο), δηλαδή οι ασθενείς περιμένουν νοητικά ότι θα έχουν κάποια παρενέργεια, όπως μυϊκούς πόνους, επειδή έχουν ακούσει ότι αυτό μπορεί να συμβεί - και τελικά ο νους τους το κάνει να συμβεί. Σε αυτές τις περιπτώσεις συνιστάται η μείωση της δόσης ή η αλλαγή στατίνης.
Η θεραπεία με στατίνες μπορεί να αυξήσει ελαφρά τον κίνδυνο διαβήτη, ιδίως σε όσους κάνουν καθιστική ζωή και είναι παχύσαρκοι. Όμως ο απόλυτος κίνδυνος να διαγνωσθεί κανείς με διαβήτη για πρώτη φορά εξαιτίας της λήψης στατινών, είναι μόνο 0,2% (δύο στα χίλια) ετησίως. Για όσους ήδη είναι διαβητικοί, η μέση αύξηση του επιπέδου του σακχάρου στο αίμα λόγω των στατινών είναι μικρή και δεν δικαιολογεί την αποφυγή συνταγογράφησής τους.
Οι στατίνες αυξάνουν ελαφρά και τον κίνδυνο αιμορραγικού εγκεφαλικού σε όσους ήδη είχαν τέτοιο επεισόδιο στο παρελθόν. Όμως και πάλι ο απόλυτος κίνδυνος να συμβεί κάτι τέτοιο, είναι πολύ μικρός. Τέλος, δεν φαίνεται οι στατίνες να αυξάνουν τον κίνδυνο για βλάβη στο ήπαρ, στο νευρικό σύστημα, στα μάτια (καταρράκτη) ή στους τένοντες.
Η θεραπεία με στατίνες θεωρείται χρήσιμη στις εξής ομάδες:
- 'Ατομα 40 έως 75 ετών με «κακή» χοληστερίνη (LDL) 70 ως 189 mg/dL και κίνδυνο άνω του 7,5% για έμφραγμα ή εγκεφαλικό μέσα στην επόμενη δεκαετία.
- 'Ατομα με ιστορικό καρδιαγγειακού επεισοδίου (εμφράγματος, εγκεφαλικού, στηθάγχης, περιφερικής αρτηριοπάθειας κ.α.)
- 'Ατομα άνω των 21 ετών με LDL άνω του 190
- 'Ατομα 40 έως 75 ετών με διαβήτη και LDL 70 ως 189.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση:
Παύλος Δρακόπουλος
Tags
ΥΓΕΙΑ-ΔΙΑΤΡΟΦΗ