Εδώ και αιώνες οι άνθρωποι ταξιδεύουν. Στην αρχαιότητα είχαν προορισμό τους Ολυμπιακούς Αγώνες, στην Κίνα ακολουθούσαν το δρόμο του μεταξιού και τον 18ο αιώνα ταξίδευαν χωρίς σκοπό. Και σήμερα;
Καταγάλανες θάλασσες, όμορφες αμμουδιές, ιστορικές πόλεις. Για πολλούς αυτός είναι ο τέλειος συνδυασμός στις διακοπές. Η πανδημία του κορωνοϊού για πολλούς είναι ένα βάσανο αφού δεν επιτρέπεται πια να ταξιδεύουν χωρίς περιορισμούς. Η ανάγκη πάντως να ανακαλύψει κανείς νέους τόπους δεν είναι καινούργια.
Οι άνθρωποι πάντα ταξίδευαν. Οι νομάδες κατάφερναν να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους μετακινούμενοι, στην αρχαία Ελλάδα επισκέπτονταν τους Ολυμπιακούς Αγώνες και στην αρχαία Αίγυπτο επισκέπτονταν τις πυραμίδες και τους ναούς. Στο Μεσαίωνα ο Βενετσιάνος έμπορος Μάρκο Πόλο ακολούθησε το δρόμο του μεταξιού και το 1492 ο θαλασσοπόρος Χριστόφορος Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική.
Αλλά και λιγότερο διάσημοι άνθρωποι μετακινούνταν για να επισκεφθούν συγγενείς, εμπορικούς εταίρους ή απλά αναζητώντας τη γαλήνη. «Το προσκύνημα ήταν ένας πρώιμος τρόπος ταξιδιού», δηλώνει ο Χάραλντ Πεχλάνερ, από το πανεπιστήμιο Αϊχστετ – Ίνγκολστατ, ο οποίος μελετά τον τουρισμό. «Μόλις τον 18ο αιώνα ξεκίνησε αυτό που σήμερα αποκαλούμε τουρισμό» δηλώνει ο Χάσο Σπόντε, επικεφαλής του Ιστορικού Αρχείου για τον Tουρισμό στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. «Πρόκειται για το ταξίδι ως αυτοσκοπό».
Οι ευγενείς ανακαλύπτουν τη χαρά του ταξιδιού
Η φύση δεν γινόταν πλέον αντιληπτή ως κάτι το απειλητικό, ως μια πηγή κινδύνου όπου μπορούσαν να γίνουν ληστείες και να συμβούν συμφορές. Αντιθέτως, γινόταν πλέον αντιληπτή «ως ένα καταφύγιο μακριά από τους κινδύνους του πολιτισμού». Στη Γερμανία τα πρώτα λουτρά σε λίμνη χρονολογούνται το 1793 στο Χαϊλιγκεντάμ.
«Τα τουριστικά ταξίδια είναι μια ανακάλυψη των ευγενών του 18ου αιώνα» τονίζει ο Σπόντε. Οι ευγενείς αρχικά και στη συνέχεια η μεγαλοαστική τάξη έκαναν εκπαιδευτικά ταξίδια κυρίως στην Ιταλία. Για το περίφημο ταξίδι του στην Ιταλία είναι γνωστός και ο Γκαίτε. Το ομώνυμο βιβλίο του βασίζεται σε ταξιδιωτικές σημειώσεις που έκανε επί τόπου. Οι ταξιδιώτες μετέφεραν επίσης πυρετωδώς με επιστολές τις εμπειρίες τους στον έξω κόσμο. Ό,τι είναι σήμερα το instagram ήταν τότε οι επιστολές.
Ο Γερμανός συγγραφέας Τέοντορ Φοντάνε (1819-1898) έγραφε μάλιστα τότε ότι «όλος ο κόσμος ταξιδεύει». Μια υπερβολή διότι μόνο λίγοι πλούσιοι μπορούσαν να ταξιδέψουν και αυτοί ήταν το 10% του πληθυσμού, σύμφωνα με τον Γερμανό κοινωνιολόγο. Οι υπόλοιποι δεν είχαν τη χαρά να ταξιδεύουν. Όσοι όμως ταξίδευαν το έκαναν συχνότερα και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ότι εμείς σήμερα, συμπληρώνει ο ερευνητής.
Οι άνθρωποι θα ταξιδεύουν πάντα …
Μεγάλη ώθηση γνώρισε ο τουρισμός τον 19ο αιώνα με την εφεύρεση των σιδηροδρόμων. Το ταξίδι έγινε ευκολότερο και οικονομικότερο. Η εργατική τάξη ξεκίνησε να ταξιδεύει μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη συνέχεια οι Εθνικοσοσιαλιστές διέκριναν την ανάγκη του κόσμου για ταξίδια και την κάλυψαν απλόχερα.
Ο τουριστικός κλάδος μπόρεσε να ανακάμψει μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τη δεκαετία του 1960. Αγαπημένος προορισμός η Ιταλία. Στη δεκαετία του 1970 οι Γερμανοί ανακάλυψαν τα ταξίδια με το Jumbojet και προορισμό την Ισπανία, την Τυνησία ή τη Γιουγκοσλαβία. Το μάρκο ήταν καλοδεχούμενο. Στις δεκαετίες του 1970 και 1980 αναπτύχθηκε ο χειμερινός τουρισμός στις Άλπεις.
Στην Ανατολική Γερμανία οι άνθρωποι δεν επιτρεπόταν να ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο αλλά το έκαναν με μεγάλη χαρά όπου και όταν μπορούσαν. Κυρίως στην ίδια τους τη χώρα.
Σήμερα το ταξίδι έχει πλέον μαζικό χαρακτήρα. «Το 75% των Γερμανών πάνω από τα 14 κάνουν τουλάχιστον ένα κανονικό ταξίδι το χρόνο» δηλώνει ο Χάσο Σπόντε. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες ταξιδεύουν λιγότερο σε σύγκριση με τους υπόλοιπους εργαζόμενους, οι νέοι πιο πολύ από τους μεγαλύτερους και οι γυναίκες συχνότερα από τους άνδρες. «Το ταξίδι σημαίνει χαλάρωση και φυγή σε ένα παράδεισο. Ωστόσο δεν είναι μόνο αυτό, ούτε μόνο η ανακάλυψη του καινούργιου. Είναι και θέμα γοήτρου» δηλώνει ο Χάραλντ Πεχλάνερ και καταλήγει πως «τα ταξίδια θα γίνονται όσο υπάρχουν άνθρωποι».
Σίντι Ρισό (DPA)
Επιμέλεια: Μαρία Ρηγούτσου