allnews-epirus

Μια άλλη πτυχή του πολέμου του 1940

 Δευτέρα, 28 Οκτωβρίου 1940. Στις τρεις το πρωί ο Ιταλός πρέσβης Γκράτσι επισκέφθηκε στο σπίτι του τον Ιωάννη Μεταξά και του ζήτησε με τελεσίγραφο να επιτρέψει να καταλάβει ο στρατός τους μερικά στρατηγικής σημασίας ελληνικά εδάφη. Το τελεσίγραφο έληγε στις έξι το πρωί και έγραφε, μεταξύ άλλων:

Η Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως μη εναντιωθή εις την κατάληψιν εδαφών της και όπως μη παρεμποδίση την ελευθέρανδιέλευσιν των στρατευμάτων μας, τα οποία δεν παρουσιάζονται ως εχθροί του ελληνικού λαού.

Η Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως δώση αυθωρεί εις τας στρατιωτικάς αρχάς τας αναγκαίας διαταγάς, ίνα η κατοχή αύτη δυνηθή να πραγματοποιηθή κατά ειρηνικόν τρόπον. Εάν τα ιταλικά στρατεύματα ήθελονσυναντήσηαντίστασιν, η αντίστασις αύτη θα καμφθή διά των όπλων και η Ελληνική Κυβέρνησις θα έφερε τας ευθύνας αι οποίαιήθελονπροκύψη εκ τούτου.

Ο Μεταξάς, που είχε προσπαθήσει να αποφύγει με κάθε τρόπο την συμμετοχή στον πόλεμο, διάβασε σκεπτικός την επιστολή-τελεσίγραφο. Απάντησε ήρεμα και λυπημένα στα γαλλικά:

«Alors, c’ estlaguerre?»
(Έχουμε πόλεμο, λοιπόν;)
«Εξαρτάται από την απάντησή σας» είπε ο Γκράτσι.
«Όχι, ούτε λόγος να γίνεται περί ελευθέρας διελεύσεως».

Ο Μεταξάς μετατράπηκε έτσι, από δικτάτορας, σε εκφραστή του πατριωτισμού όλων των Ελλήνων, ξεσηκώνοντας κύμα ενθουσιασμού στους πολίτες, που αντιμετώπισαν τον επικείμενο πόλεμο ως γιορτή, ξεχνώντας τις διώξεις και τις ταλαιπωρίες που είχαν υποστεί από το στυγνό δικτατορικό καθεστώς. Μέχρι και ο Ζαχαριάδης, εκ μέρους του ΚΚΕ, ζήτησε εθνική ενότητα υπό τον δικτάτορα Μεταξά.

Κηρύχθηκε γενική επιστράτευση. Ο Παναγιώτης έπρεπε να παρουσιασθεί στη Χωριστή, έξω από τη Δράμα. Αποχαιρέτησε τους γονείς και τ’ αδέρφια του στην Παλιά Καβάλα.

Το απόγευμα της 29ης Οκτωβρίου ήταν ντυμένος στρατιώτης. Τον ενέταξαν σε μια μονάδα ανεφοδιασμού που ονομάστηκε Συζυγαρχία. Προορισμός της Συζυγαρχίας ήταν ο ανεφοδιασμός των μονάδων που βρίσκονταν στο μέτωπο των ελληνοβουλγαρικών συνόρων. Τον τοποθέτησαν στη Διοίκηση της μονάδας, στη διαχείριση του υλικού. Του ανάθεσαν την προμήθεια σανού και άχυρου για τις ανάγκες των ζώων που υπήρχαν στις μονάδες. Ανταποκρίθηκε με τον καλύτερο τρόπο στα πατριωτικό αυτό καθήκον, ώστε να μη μείνουν ούτε μέρα τα ζώα νηστικά. Γύριζε ολημερίς με ένα άλογο στα χωριά της Δράμας και έκανε επίταξη ζωοτροφών. Τον πείραζαν οι άλλοι φαντάροι, αποκαλώντας τον «αχυραγοραστή».

«Τι έκανες σήμερα, Παναγιώτη; Πόσο άχυρο μας έφερες;»

«Μην ανησυχείτε. Έφερα αρκετό για να φάνε τα ζώα και να περισσέψει και για σας» τους απαντούσε.

Αντί για άχυρο, όμως, μοιραζόταν μαζί τους αυγά, λαρδί, τυρί, τσιγάρα, κρασί και ό,τι άλλο του προσέφεραν οι χωρικοί για να τον ευχαριστήσουν για το άχυρο και τον σανό που τους έπαιρνε ο στρατός και ιδίως για τις εντολές πληρωμής που τους παρέδιδε ο Παναγιώτης.

Άλλοι βέβαια ήταν περισσότερο «τυχεροί». Στο αλβανικό μέτωπο ζούσαν τον πραγματικό πόλεμο! Οι μάχες ήταν σκληρές και αιματηρές, αλλά και νικηφόρες. Οι Έλληνες πήραν γρήγορα την πρωτοβουλία και ανάγκασαν τον ιταλικό στρατό σε υποχώρηση. Η Κορυτσά, η Χιμάρα, το Αργυρόκαστρο έγιναν και πάλι ελληνικές πόλεις. Ο χειμώνας ήταν βαρύς για τους μαχητές του μετώπου.

Εκτός από τους Ιταλούς, τα κανόνια και τις αεροπορικές επιθέσεις τους, είχαν να αντιμετωπίσουν τα κρυοπαγήματα, τις ψείρες, την ελλιπή διοικητική μέριμνα, την κακή διατροφή.
Ανάμεσα στους πολεμιστές της Αλβανίας βρίσκοντανκαι ένας νεαρός γιατρός, που έφυγε για το μέτωπο πριν καλά καλά προλάβει να δώσει τον όρκο του Ιπποκράτη· που άφησε πίσω του στις Σέρρες τη νιόπαντρη γυναίκα του με τα νεογέννητα δίδυμα αγόρια του: Ο ανθυπίατρος Ιωάννης Πετριδάκης, είχε να αντιμετωπίσει καθημερινά τραγικά περιστατικά τραυματισμών, κρυοπαγημάτων και ακρωτηριασμών με τα ελάχιστα μέσα που διέθετε.

Πέρασαν οι γιορτές, ήρθε το 1941. Βαρύς ο χειμώνας στη Χωριστή, αλλά αβάστακτος στο μέτωπο της Αλβανίας, όπου οι μάχες συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση στα χιονισμένα βουνά. Οι Ιταλοί οπισθοχωρούσαν, προετοιμάζοντας την εαρινή επίθεση.

Όσο οι φαντάροι προέλαυναν, συναντούσαν μέσα στο χιόνι, τα παγωμένα πτώματα των Ιταλών. Και τότε ξεκινούσε η «απαλλοτρίωση». Τα έψαχναν και έπαιρναν ό,τι χρήσιμο είχαν επάνω τους. Χρήματα, ρολόγια, χρυσούς σταυρούς , χρυσά δόντια, τρόφιμα, σοκολάτες. Σε έναν από τους νεκρούς, βρήκαν τη φωτογραφία της χαμογελαστής γυναίκας του με το κοριτσάκι του. Δεν είχαν το κουράγιο να συνεχίσουν την «απαλλοτρίωση»…

Στο Διοικητήριο της μονάδας όπου έχει το γραφείο του ο Παναγιώτης υπηρετούσε ένας στρατιώτης από τη Πάτρα, σπουδασμένος στο Ιστορικό Τμήμα του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Τον λέγανε Αριστείδη, και από την πρώτη στιγμή ταίριαξαν τα χνώτα τους. Κοινό τους σημείο, ο θαυμασμός τους για τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ο πατέρας του Αριστείδη ήταν πολιτευτής με τους Φιλελεύθερους από την εποχή της Δημοκρατικής Άμυνας και είχε ζήσει όλη την πορεία του μεγάλου Κρητικού, μέχρι το αποτυχημένο Κίνημα του ’35 και τον θάνατό του στο Παρίσι την επόμενη χρονιά. Από τη μεριά του, ο Παναγιώτης είχε διαμορφώσει την άποψή του για τον Βενιζέλο και από τις αφηγήσεις του πατέρα του για τα ταραγμένα χρόνια του μεγάλου πολέμου και της Μικρασιατικής Καταστροφής, αλλά και από τη δική του αντίληψη και τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις και διαβάσματα, κατά τα χρόνια που ζούσε στην Αθήνα.

«Οι πληροφορίες λένε ότι στη Βουλγαρία συγκεντρώνονται στρατιωτικές γερμανικές μονάδες, για να μας επιτεθούν» πληροφόρησε τον Παναγιώτη ο Αριστείδης.

«Έρχεται ο Χίτλερ να βοηθήσει τον ανίκανο σύμμαχό του, τον Ντούτσε, συμπλήρωσε ο Παναγιώτης. Το είπε και το BBC».

«Με το μέτωπο της Αλβανίας ανοικτό και τον ελληνικό στρατό αποδεκατισμένο, ταλαιπωρημένο και χωρίς εφόδια, φοβάμαι ότι θα στείλουμε εναντίον των Γερμανών και τους τραυματίες και όσους έχουν υποστεί κρυοπαγήματα!»

«Ο Μεταξάς είπε το ΟΧΙ, αλλά δεν υπήρχε κανένα επιτελικό σχέδιο για την αντιμετώπιση των εισβολέων. Όλες οι επιτυχίες οφείλονται στην αυτοθυσία των φαντάρων που πολεμούν νηστικοί μέσα στα χιόνια» είπε ο Παναγιώτης.

«Και χωρίς την φυσική τους ηγεσία, συμπλήρωσε ο Αριστείδης. Κανείς από τους βενιζελικούς αξιωματικούς δεν κλήθηκε να πάρει μέρος στον πόλεμο· δεν τους επέτρεψαν να υπερασπισθούν την πατρίδα τους. Ο εθνικός διχασμός κρατά πάνω από είκοσι πέντε χρόνια. Έφερε τόσες συμφορές, αλλά μυαλό δεν βάλαμε!»

Η επίθεση εκδηλώθηκε στις 6 Απριλίου. Στο οχυρό της «γραμμής Μεταξά», ο ελληνικός στρατός αμύνθηκε σκληρά, με αποτέλεσμα να υποχωρήσουν άπρακτα και με πολλές απώλειες τα πρώτα τμήματα του γερμανικού στρατού. Όμως τα μηχανικά μέσα που διέθετε ο εχθρός ήταν πολυάριθμα, τα τεθωρακισμένα και το πεζικό έκαναν επιθέσεις κατά κύματα, με την υποστήριξη του πυροβολικού. Επιπλέον η συνθηκολόγηση της Σερβίας επέτρεψε στα γερμανικά τμήματα να εισέλθουν στη Θεσσαλονίκη, οπότε ήταν μάταιη η παραπέρα αντίσταση. Όλα τα τμήματα της Βόρειας Ελλάδας παραδόθηκαν στους Γερμανούς από τον στρατηγό Τσολάκογλου.

Κανείς δε νοιάστηκε για την σύμπτυξη του στρατού και την οργανωμένη επιστροφή των φαντάρων στα σπίτια τους. Η απείθεια, οι μαζικές λιποταξίες και η άτακτη υποχώρηση οδήγησαν στη διάλυση του στρατεύματος, που μόλις πριν λίγους μήνες είχε γράψει το έπος του 1940. Οι στρατιώτες, κουρελιασμένοι, βρώμικοι, αξύριστοι, πεινασμένοι, ψειριασμένοι, περπατούσαν χιλιόμετρα και κοιμόντουσαν στους δρόμους, πριν επιστρέψουν στα χωριά τους. Οι άρρωστοι και οι τραυματίες κάθε τόσο στέκονταν και ζητούσαν βοήθεια ή ζητιάνευαν για ένα κομμάτι ψωμί. Δεξιά και αριστερά του δρόμου πτώματα άθαφτα, πεταμένα όπλα, ψόφια άλογα και μουλάρια.

Στις πόλεις οι αξιωματικοί και οι χωροφύλακες την είχαν κοπανήσει και οι πεινασμένοι Έλληνες επιδίδονταν σε λεηλασίες δημόσιων κτιρίων, αποθηκών και καταστημάτων. Χάος και αναρχία επικρατούσε παντού. Στην Καβάλα υπήρχαν αποθήκες του στρατού γεμάτες με αγαθά και τρόφιμα, για την περίπτωση εκτάκτων περιστάσεων. Κυρίως περιείχαν άλευρα και λάδια μέσα σε μεγάλα βαρέλια. Από εκεί ξεκίνησαν τις επιδρομές τους οι πεινασμένοι πολίτες και τις συνέχισαν στα εμπορικά καταστήματα της πόλης.

Κάποιοι που οδηγούσαν καμιόνια φορτωμένα με λάφυρα από πλιάτσικο, δεν έφθαναν μακριά. Έπεφταν επάνω τους άλλοι και τους τα έπαιρναν.

Όταν οι Γερμανοί μπήκαν χωρίς αντίσταση στις πόλεις, οργανωμένα και σε παράταξη, οι ταλαιπωρημένοι φαντάροι μας τους παρακολουθούσαν περίλυποι καθισμένοι στα πεζοδρόμια. Κάποιοι άλλοι Έλληνες, όμως, τους υποδέχονταν όχι σαν κατακτητές, αλλά σαν απελευθερωτές, κρατώντας στα χέρια τους αγκυλωτούς σταυρούς. Τους έραιναν με άνθη, τους στεφάνωναν και τους αγκάλιαζαν.

Τα γερμανικά στρατεύματα έφτασαν στην Αθήνα. Την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, μέχρι τον Απαλό της Αλεξανδρούπολης, την παρέδωσαν στους Βουλγάρους, σαν αντάλλαγμα για την προσχώρησή τους στον Άξονα. Εξάλλου, η απόκτηση αυτών των εδαφών ήταν ο στόχος των Βουλγάρων!

Ο πρωθυπουργός Κορυζής, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον αποθανόντα Μεταξά και είχε πει το δεύτερο «Όχι» στους Γερμανούς, αυτοκτόνησε, αδυνατώντας να σηκώσει το βάρος των τραγικών εξελίξεων. Ο Βασιλιάς, ενόψει της μετακόμισης της Κυβέρνησης στην ελεύθερη ακόμη Κρήτη, ήθελε να έχει ένα προσωπείο βενιζελικό. Ήξερε καλά πόσο μεγάλο ήταν το μίσος του κρητικού λαού κατά του δικτατορικού καθεστώτος. Βολιδοσκόπησε δυο βενιζελικούς πολιτικούς, πρώτα τον Σοφούλη και μετά τον Μαζαράκη. Κανείς τους δεν δέχθηκε να αναλάβει την πρωθυπουργία, εκφράζοντας έτσι και τη δυσαρέσκειά τους για τον αποκλεισμό των βενιζελικών αξιωματικών από τον πόλεμο. Τελικά επέλεξε έναν Κρητικό, τον Εμμανουήλ Τσουδερό, που σχημάτισε κυβέρνηση με υπουργούς αρκετά στελέχη του Μεταξά, με πρώτο και καλύτερο τον Μανιαδάκη. Στις 23 Απριλίου 1941, η βασιλική οικογένεια και ο Τσουδερός με την Κυβέρνησή του έφυγαν για την Κρήτη και από εκεί, μόλις οι Γερμανοί επιτέθηκαν στο νησί, σάλπαραν για την Αίγυπτο. Έκπληκτα και γεμάτα οργή τα πληρώματα των πολεμικών πλοίων του ναύσταθμου της Σούδας έβλεπαν να φορτώνονται στο αντιτορπιλικό «Βασίλισσα Όλγα» οι πολυτελείς οικοσκευές του βασιλιά και των πριγκίπων.

Η Κρήτη αντιστάθηκε έναν μήνα περίπου και ύστερα από σκληρό αγώνα καταλήφθηκε και αυτή. Στην Αθήνα, κατοχικός πρωθυπουργός ορκίστηκε ο Τσολάκογλου.

Ο Γιάννης Πετριδάκης επέστρεψε από το μέτωπο της Αλβανίας, άλλες φορές πεζός κι άλλες επάνω σε κάρα, αυτοκίνητα ή τραίνα. Στο σπίτι του στις Σέρρες, τον περίμεναν με αγωνία ο πατέρας του, η μάνα του και η γυναίκα του Αδριανή με τα δύο δίδυμα αγόρια τους.

Ο Παναγιώτης αποχαιρέτησε τον Αριστείδη, όταν το προσωπικό και τις δικής τους μονάδας πήρε, με τσακισμένα τα φτερά, το δρόμο της επιστροφής.

«Καλή σου τύχη, Παναγιώτη» του ευχήθηκε ο Αριστείδης. «Μας περιμένουν δύσκολα χρόνια· φρόντισε να κρατηθείς στη ζωή! Άνθρωποι σαν και σένα θα χρειαστούν στην αυριανή Ελλάδα, όταν με το καλό η Ιστορία θα ολοκληρώσει τον σκοπό της, που είναι η ελευθερία του ανθρώπου, όπως έλεγε και ο Χέγκελ».«Αυτό να το πει στους συμπατριώτες του τους Γερμανούς», απάντησε ο Παναγιώτης, «διότι ο δικός τους σκοπός είναι ακριβώς το αντίθετο, η στέρηση της ελευθερίας των ανθρώπων. Ελπίζω κάποια στιγμή να ξαναβρεθούμε. Καλή τύχη!».

Ο Παναγιώτης πήρε το ντουφέκι του και ένα ποδήλατο από τη Διαχείριση, και το ίδιο βράδυ έφτασε στο χωριότου, την Παλιά Καβάλα. Ο Αριστείδης περπάτησε ως την Δράμα και από κει πήρε το τραίνο για Θεσσαλονίκη, Αθήνα και Πάτρα.Κάπως έτσι κατέληξε η γιορτή που ξεκίνησε με ενθουσιασμό και πατριωτική έξαρση στις 28 Οκτωβρίου του 1940…

ΓΝΩΜΗ Αλεξ/πολης

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη