Ο εκλιπών ήταν ένας πολιτικός με ισχυρή βούληση, φιλόδοξη ατζέντα και ακλόνητη πίστη στο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, σχολιάζει ο Γιάννης Παπαδημητρίου.
Ο Κώστας Σημίτης σε συνέντευξη Τύπου στη Βόννη τον Φεβρουάριο του 1996
Είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τον Κώστα Σημίτη όταν επισκέφθηκε τη Βόννη ως πρωθυπουργός και δέχθηκε να μου παραχωρήσει μία σύντομη συνέντευξη για το γερμανικό τηλεοπτικό δίκτυο WDR, όπου εργαζόμουν την εποχή εκείνη. Δυστυχώς δεν θυμάμαι αν αυτό έγινε στην πρώτη «επίσκεψη γνωριμίας» τον Φεβρουάριο του 1996 ή σε επόμενη επίσκεψη τον Δεκέμβριο του 1998, όταν συναντήθηκε με τον σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ, για να του θέσει- μεταξύ άλλων- το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων.
Σε κάθε περίπτωση ήταν πλέον εμφανής η φιλο-ευρωπαϊκή στροφή της ελληνικής σοσιαλιστικής κυβέρνησης. Το καταγγελτικό ύφος του Ανδρέα Παπανδρέου ανήκε στο παρελθόν. «Επιστρέφει λοιπόν στην Ευρώπη ο άσωτος υιός;» τον ρώτησα. «Μα η Ελλάδα ποτέ δεν εγκατέλειψε την Ευρώπη» μου απάντησε. Το πίστευε βαθύτατα. Για τον Κώστα Σημίτη ήταν αδιανόητη μία Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα, αλλά και μία Ελλάδα χωρίς την Ευρώπη.
Ύστερα από δεκαετίες ενδελεχούς ενασχόλησης με την πολιτική επικαιρότητα, προτιμώ να μην αξιολογώ τους πολιτικούς μας με πρωταρχικό κριτήριο τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην «Αριστερά» και τη «Δεξιά». Η πιο σημαντική διάκριση, κατά την άποψή μου, είναι ανάμεσα σε αυτούς που έχουν ατζέντα με συγκεκριμένους και μετρήσιμους στόχους και αυτούς που δεν έχουν ατζέντα, αλλά απλώς πορεύονται με την ευχή «να μην μας βρει καμία ατυχία».
Φιλόδοξοι και μετρήσιμοι στόχοι
Η «βαριά σκιά» στα Ίμια
Ο Κώστας Σημίτης σε συνέντευξη Τύπου στη Βόννη τον Φεβρουάριο του 1996
Είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τον Κώστα Σημίτη όταν επισκέφθηκε τη Βόννη ως πρωθυπουργός και δέχθηκε να μου παραχωρήσει μία σύντομη συνέντευξη για το γερμανικό τηλεοπτικό δίκτυο WDR, όπου εργαζόμουν την εποχή εκείνη. Δυστυχώς δεν θυμάμαι αν αυτό έγινε στην πρώτη «επίσκεψη γνωριμίας» τον Φεβρουάριο του 1996 ή σε επόμενη επίσκεψη τον Δεκέμβριο του 1998, όταν συναντήθηκε με τον σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ, για να του θέσει- μεταξύ άλλων- το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων.
Σε κάθε περίπτωση ήταν πλέον εμφανής η φιλο-ευρωπαϊκή στροφή της ελληνικής σοσιαλιστικής κυβέρνησης. Το καταγγελτικό ύφος του Ανδρέα Παπανδρέου ανήκε στο παρελθόν. «Επιστρέφει λοιπόν στην Ευρώπη ο άσωτος υιός;» τον ρώτησα. «Μα η Ελλάδα ποτέ δεν εγκατέλειψε την Ευρώπη» μου απάντησε. Το πίστευε βαθύτατα. Για τον Κώστα Σημίτη ήταν αδιανόητη μία Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα, αλλά και μία Ελλάδα χωρίς την Ευρώπη.
Ύστερα από δεκαετίες ενδελεχούς ενασχόλησης με την πολιτική επικαιρότητα, προτιμώ να μην αξιολογώ τους πολιτικούς μας με πρωταρχικό κριτήριο τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην «Αριστερά» και τη «Δεξιά». Η πιο σημαντική διάκριση, κατά την άποψή μου, είναι ανάμεσα σε αυτούς που έχουν ατζέντα με συγκεκριμένους και μετρήσιμους στόχους και αυτούς που δεν έχουν ατζέντα, αλλά απλώς πορεύονται με την ευχή «να μην μας βρει καμία ατυχία».
Φιλόδοξοι και μετρήσιμοι στόχοι
Με τον καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ στο Βερολίνο τον Ιούνιο του 2003
Το περίφημο «μπλοκάκι του Σημίτη» είχε γίνει θρύλος στους πολιτικούς συντάκτες της εποχής. Γιατί ο Σημίτης έθετε συγκεκριμένους στρατηγικούς στόχους στο «μπλοκάκι», τους οποίους παρακολουθούσε ως προς την υλοποίησή τους, ανά έτος. Αυτό δεν σήμαινε ότι αν δεν επιτευχθεί ο στόχος ο αρμόδιος υπουργός απομακρύνεται, απλώς το «μπλοκάκι» ήταν ένας τρόπος για να καταπολεμηθεί η γενικότερη αίσθηση απραξίας και αδιαφορίας που ενίοτε επικρατούσε ως τότε.
Η πολιτική ατζέντα ήταν εξαιρετικά φιλόδοξη. Ο Κώστας Σημίτης ήθελε την Ελλάδα να δίνει το παρών στον «σκληρό πυρήνα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να πρωταγωνιστεί στα Βαλκάνια. Ήθελε την Κύπρο στην ευρωπαϊκή οικογένεια (με πρωτεργάτη, βεβαίως, τον αείμνηστο Γιάννο Κρανιδιώτη). Ήθελε ισχυρές επιχειρήσεις και τράπεζες σε ρόλο «εθνικού πρωταθλητή» με βλέψεις και εκτός συνόρων. Ήθελε δημόσια έργα που αλλάζουν τη χώρα, διακριτούς ρόλους για το Κράτος και την Εκκλησία, θεσμούς και συνταγματικές πρόνοιες που λειτουργούν. Γι αυτό, η κυβέρνηση Σημίτη που εξελέγη το 2000 ήταν η τελευταία μέχρι σήμερα που κατάφερε να βγάλει ολόκληρη τετραετία (παρά έναν μήνα, έστω).
Οι βουλευτικές εκλογές στις 9 Απριλίου του 2000 συνδέονται με μία ακόμη προσωπική ανάμνηση. Εκείνο το βράδυ, έχοντας ολοκληρώσει νωρίς τις δημοσιογραφικές μου υποχρεώσεις, θεώρησα ότι επιτέλους ήρθε η ευκαιρία για μία σύντομη έξοδο με καλή παρέα. Περπατώντας μέχρι τα μπαράκια της Λουκιανού, αργά το βράδυ, είδαμε το πλήθος στη Βασιλίσσης Σοφίας να πανηγυρίζει τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας. Κατά την επιστροφή, από τον ίδιο δρόμο, διαπιστώσαμε με έκπληξη ότι το πλήθος συνέχιζε τους πανηγυρισμούς, αλλά αυτή τη φορά με σημαίες του ΠΑΣΟΚ. «Μα τόσο πολύ ήπιαμε;» λέγαμε μεταξύ σοβαρού και αστείου. Ήταν οι εκλογές της μεταμεσονύκτιας ανατροπής, στις οποίες, όπως εύστοχα παρατηρούσαν οι αναλυτές, «ο κόσμος κοιμήθηκε με κυβέρνηση Ν.Δ. και ξύπνησε με κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ».
Όλα αυτά συνέβησαν χωρίς την παραμικρή ένταση. Αυτό δεν ήταν αυτονόητο σε μία χώρα που διατηρεί νωπές μνήμες από τα «γαλάζια» και «πράσινα» καφενεία της επαρχίας, για να μην μιλήσουμε για τον «αφισοπόλεμο» στα πανεπιστήμια. Ο πολιτικός πολιτισμός που βιώσαμε εκείνο το βράδυ ήταν ένα ακόμη αποτέλεσμα της διακυβέρνησης Σημίτη (αλλά και της ήπιας στάσης που επέλεξε να τηρήσει η τότε αξιωματική αντιπολίτευση).
Το περίφημο «μπλοκάκι του Σημίτη» είχε γίνει θρύλος στους πολιτικούς συντάκτες της εποχής. Γιατί ο Σημίτης έθετε συγκεκριμένους στρατηγικούς στόχους στο «μπλοκάκι», τους οποίους παρακολουθούσε ως προς την υλοποίησή τους, ανά έτος. Αυτό δεν σήμαινε ότι αν δεν επιτευχθεί ο στόχος ο αρμόδιος υπουργός απομακρύνεται, απλώς το «μπλοκάκι» ήταν ένας τρόπος για να καταπολεμηθεί η γενικότερη αίσθηση απραξίας και αδιαφορίας που ενίοτε επικρατούσε ως τότε.
Η πολιτική ατζέντα ήταν εξαιρετικά φιλόδοξη. Ο Κώστας Σημίτης ήθελε την Ελλάδα να δίνει το παρών στον «σκληρό πυρήνα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να πρωταγωνιστεί στα Βαλκάνια. Ήθελε την Κύπρο στην ευρωπαϊκή οικογένεια (με πρωτεργάτη, βεβαίως, τον αείμνηστο Γιάννο Κρανιδιώτη). Ήθελε ισχυρές επιχειρήσεις και τράπεζες σε ρόλο «εθνικού πρωταθλητή» με βλέψεις και εκτός συνόρων. Ήθελε δημόσια έργα που αλλάζουν τη χώρα, διακριτούς ρόλους για το Κράτος και την Εκκλησία, θεσμούς και συνταγματικές πρόνοιες που λειτουργούν. Γι αυτό, η κυβέρνηση Σημίτη που εξελέγη το 2000 ήταν η τελευταία μέχρι σήμερα που κατάφερε να βγάλει ολόκληρη τετραετία (παρά έναν μήνα, έστω).
Οι βουλευτικές εκλογές στις 9 Απριλίου του 2000 συνδέονται με μία ακόμη προσωπική ανάμνηση. Εκείνο το βράδυ, έχοντας ολοκληρώσει νωρίς τις δημοσιογραφικές μου υποχρεώσεις, θεώρησα ότι επιτέλους ήρθε η ευκαιρία για μία σύντομη έξοδο με καλή παρέα. Περπατώντας μέχρι τα μπαράκια της Λουκιανού, αργά το βράδυ, είδαμε το πλήθος στη Βασιλίσσης Σοφίας να πανηγυρίζει τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας. Κατά την επιστροφή, από τον ίδιο δρόμο, διαπιστώσαμε με έκπληξη ότι το πλήθος συνέχιζε τους πανηγυρισμούς, αλλά αυτή τη φορά με σημαίες του ΠΑΣΟΚ. «Μα τόσο πολύ ήπιαμε;» λέγαμε μεταξύ σοβαρού και αστείου. Ήταν οι εκλογές της μεταμεσονύκτιας ανατροπής, στις οποίες, όπως εύστοχα παρατηρούσαν οι αναλυτές, «ο κόσμος κοιμήθηκε με κυβέρνηση Ν.Δ. και ξύπνησε με κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ».
Όλα αυτά συνέβησαν χωρίς την παραμικρή ένταση. Αυτό δεν ήταν αυτονόητο σε μία χώρα που διατηρεί νωπές μνήμες από τα «γαλάζια» και «πράσινα» καφενεία της επαρχίας, για να μην μιλήσουμε για τον «αφισοπόλεμο» στα πανεπιστήμια. Ο πολιτικός πολιτισμός που βιώσαμε εκείνο το βράδυ ήταν ένα ακόμη αποτέλεσμα της διακυβέρνησης Σημίτη (αλλά και της ήπιας στάσης που επέλεξε να τηρήσει η τότε αξιωματική αντιπολίτευση).
Η «βαριά σκιά» στα Ίμια
Με τον Αμερικανό πρόεδρο Μπιλ Κλίντον στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 1999
«Εκσυγχρονισμός» ήταν το σύνθημα της εποχής, με το οποίο ταυτίστηκε ο Κώστας Σημίτης. Εκσυγχρονισμός στην πολιτική, στην οικονομία, στις κοινωνικές αντιλήψεις. Δεν έλειψαν όμως και οι βαριές «σκιές» στο εγχείρημα του εκσυγχρονισμού: Οι αιτιάσεις για σκάνδαλα και διαφθορά, για αφαίμαξη εισοδημάτων στο Χρηματιστήριο, για αδιαφορία στα θέματα της «καθημερινότητας», αλλά και για ενδοτική στάση στα Ίμια το 1996.
Σε άρθρο του στη γερμανική επιθεώρηση «Διεθνής Πολιτική και Κοινωνία» (IPG), που δημοσιεύθηκε το 2008, ο Κώστας Σημίτης αναφέρει ότι επιδίωξή του κατά την κρίση στα Ίμια ήταν «η αποφυγή ένοπλης σύγκρουσης» και «η επιστροφή στο status quo ante», ενώ παράλληλα επιρρίπτει ευθύνες στην στρατιωτική ηγεσία.
Σημειωτέον ότι η κρίση στα Ίμια ανέκυψε πριν καν συμπληρώσει δέκα ημέρες στην πρωθυπουργία ο Κώστας Σημίτης. Το γεγονός ότι λίγα χρόνια αργότερα η Ελλάδα και η Κύπρος είχαν εδραιωθεί στην «πρώτη ταχύτητα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ η Τουρκία είχε βυθιστεί στην πιο οδυνηρή οικονομική κρίση από το 1945, είναι κάτι που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο στη συζήτηση για το ποιος βγήκε κερδισμένος από την κρίση της εποχής εκείνης.
Οι ιστορικοί ασφαλώς θα κρίνουν όσους κατηγορούνται. Αλλά και όσους κατηγορούν.
«Εκσυγχρονισμός» ήταν το σύνθημα της εποχής, με το οποίο ταυτίστηκε ο Κώστας Σημίτης. Εκσυγχρονισμός στην πολιτική, στην οικονομία, στις κοινωνικές αντιλήψεις. Δεν έλειψαν όμως και οι βαριές «σκιές» στο εγχείρημα του εκσυγχρονισμού: Οι αιτιάσεις για σκάνδαλα και διαφθορά, για αφαίμαξη εισοδημάτων στο Χρηματιστήριο, για αδιαφορία στα θέματα της «καθημερινότητας», αλλά και για ενδοτική στάση στα Ίμια το 1996.
Σε άρθρο του στη γερμανική επιθεώρηση «Διεθνής Πολιτική και Κοινωνία» (IPG), που δημοσιεύθηκε το 2008, ο Κώστας Σημίτης αναφέρει ότι επιδίωξή του κατά την κρίση στα Ίμια ήταν «η αποφυγή ένοπλης σύγκρουσης» και «η επιστροφή στο status quo ante», ενώ παράλληλα επιρρίπτει ευθύνες στην στρατιωτική ηγεσία.
Σημειωτέον ότι η κρίση στα Ίμια ανέκυψε πριν καν συμπληρώσει δέκα ημέρες στην πρωθυπουργία ο Κώστας Σημίτης. Το γεγονός ότι λίγα χρόνια αργότερα η Ελλάδα και η Κύπρος είχαν εδραιωθεί στην «πρώτη ταχύτητα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ η Τουρκία είχε βυθιστεί στην πιο οδυνηρή οικονομική κρίση από το 1945, είναι κάτι που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο στη συζήτηση για το ποιος βγήκε κερδισμένος από την κρίση της εποχής εκείνης.
Οι ιστορικοί ασφαλώς θα κρίνουν όσους κατηγορούνται. Αλλά και όσους κατηγορούν.
Γιάννης Παπαδημητρίου (D.W)
Tags
ΕΥΡΩΠΗ