Προ διετίας τα κράτη μέλη του ΟΗΕ δεσμεύθηκαν να συμβάλουν στην υλοποίηση μιας ατζέντας στόχων για βιώσιμη ανάπτυξη. Έρευνα του Ιδρύματος Μπέρτερλσμαν εκτιμά ότι ο προστατευτισμός τους καθιστά ανέφικτους.
Στη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών ονομάζονται Sustainable Development Goals, δηλαδή Στόχοι για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη και αποτελούν μέρος της ατζέντας 2030, στην υλοποίηση της οποίας δεσμεύθηκαν προ διετίας να συμβάλουν τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ. Ωστόσο, στην τελευταία αξιολόγηση προόδου στο πλαίσιο του ετήσιου Δείκτη για τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης (SDG-Index), ασκείται κριτική στις αυξανόμενες τάσεις προστατευτισμού και εθνικισμού, οι οποίες, όπως τονίζεται, διακυβεύουν την υλοποίηση της ατζέντας.
Κριτική στιςβιομηχανικές χώρες, ουραγοί οι αφρικανικές
Η πολιτική των οικονομικά ισχυρών χωρών έχει επιπτώσεις στην κατάσταση των φτωχότερων, τονίζουν οι ερευνητές του Ιδρύματος Μπέρτελσμαν
Κριτική ασκείται και στον ρόλο των βιομηχανικών χωρών, οι οποίες παρατηρείται ότι κατά κανόνα υστερούν στη διαδικασία εφαρμογής των στόχων. Εκτός από το καταναλωτικό τους μοντέλο, την ανεπαρκή χορήγηση αναπτυξιακής βοήθειας και την προστασία φορολογικών παραδείσων, προξενούν συχνά πρόσθετα βάρη για τις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες. Όλα αυτά δυσχεραίνουν κυρίως τις φτωχότερες χώρες στην προσπάθειά τους να επιτύχουν τους αναπτυξιακούς στόχους του ΟΗΕ έως το 2030.
Ο επικαιροποιημένος SDG-Index συγκρίνει τις επιδόσεις 157 χωρών και εκπονήθηκε από το γερμανικό Ίδρυμα Μπέρτελσμαν σε συνεργασία με το δίκτυο SDSN των Ηνωμένων Εθνών, που εστιάζει σε λύσεις βιώσιμης ανάπτυξης. Η έρευνα διαπιστώνει ότι οι σκανδιναβικές χώρες βρίσκονται πιο κοντά στην επίτευξη των στόχων. Η Σουηδία καταλαμβάνει την πρώτη θέση, ακολουθούμενη από τη Δανία και τη Φινλανδία. Η Γερμανία (6η θέση) και η Γαλλία (10η) είναι οι μόνες χώρες της ομάδας των G7 στην πρώτη δεκάδα. Η Ελλάδα καταλαμβάνει την 38η θέση της κατάταξης.
Η θέση 42 των ΗΠΑ και 71 της Κίνας καθιστά σαφές ότι οι μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη έχουν να καλύψουν ακόμα μεγάλη απόσταση. Μακρύτερα όλων από την επίτευξη των στόχων βρίσκονται κράτη της Αφρικής, όπως η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, το Τσαντ και η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.
Οι ερευνητές εστιάζουν πάντως την κριτική τους στις εύπορες βιομηχανικές χώρες, οι οποίες προκαλούν πρόσθετο κοινωνικό, οικονομικό και οικολογικό κόστος για τα φτωχότερα κράτη, μεταξύ άλλων εξαιτίας της σπατάλης των φυσικών πόρων, των εξαγωγών όπλων, της προστασίας φορολογικών παραδείσων και της απροθυμίας τους να συνεισφέρουν επαρκείς πόρους για αναπτυξιακή βοήθεια.
Κίνδυνος επιστροφής στη δεκαετία του ‘30
«Ο προστατευτισμός είναι μονόδρομος που δεν θα μας οδηγήσει στην επίτευξη των στόχων της Ατζέντας 2030, αλλά πίσω στη δεκαετία του 1930», προειδοποιεί ο Άαρτ Ντε Χέους
Ανασταλτικά στην επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων λειτουργεί και η διεθνής οικονομική αρχιτεκτονική, επισημαίνει η έρευνα του Ιδρύματος Μπέρτελσμαν, προσθέτοντας ότι χρήματα που διοχετεύονται από κρατικά ταμεία αναπτυσσόμενων χωρών σε δυτικούς φορολογικούς παραδείσους μεγαλώνουν ακόμη περισσότερο τις οικονομικές τρύπες των χωρών προέλευσης των κεφαλαίων. Αρνητικός πρωταγωνιστής σε ό,τι αφορά την αδιαφάνεια στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές, για παράδειγμα άνοιγμα «μαύρων λογαριασμών», είναι η Ελβετία.
«Ο προστατευτισμός είναι μονόδρομος που δεν θα μας οδηγήσει στην επίτευξη των στόχων της Ατζέντας 2030, αλλά πίσω στη δεκαετία του 1930. Τα κράτη της ομάδας των G20 θα πρέπει να στείλουν στο Αμβούργο ένα ξεκάθαρο μήνυμα υπέρ των παγκόσμιων αναπτυξιακών στόχων και κατά των εθνικών εγωισμών», δήλωσε ο πρόεδρος του Ιδρύματος Μπέρτελσμαν Άαρτ Ντε Χέους.
Ρολφ Βένκελ / Άρης Καλτιριμτζής