Για τη μετακίνηση του Β. Σόιμπλε στην προεδρία της Βουλής υπάρχουν αναμφίβολα αρκετοί και ουσιαστικοί λόγοι. Το γεγονός όμως ότι η Α. Μέρκελ άνοιξε τόσο νωρίς τα χαρτιά της προκαλεί τουλάχιστον έκπληξη.
Μετά από οκτώ χρόνια ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε φαίνεται να εγκαταλείπει τελικά το υπουργείο Οικονομικών για να αναλάβει την προεδρία της Bundestag. Ο ίδιος φέρεται να αποδέχθηκε την πρόταση, έχοντας δεχθεί όμως προηγουμένως, σύμφωνα με πληροφορίες, και ισχυρές πιέσεις. Και αυτό για δυο, κυρίως, λόγους: αφενός γιατί διαθέτει το κύρος και την εμπειρία που απαιτείται -όντας 45 χρόνια βουλευτής- για να αντιμετωπίσει στη Βουλή τους εθνολαϊκιστές του AfD. Αφετέρου, όπως εκτιμούν αναλυτές, με την απομάκρυνση του κ. Σόιμπλε από το υπουργείο Οικονομικών ανοίγει ουσιαστικά ο δρόμος για τη συγκρότηση του λεγόμενου συνασπισμού της Τζαμάικα, αφού οι Φιλελεύθεροι έχουν αξιώσει ήδη στο προοίμιο των εκλογών το συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο.
Το γεγονός ότι η Α. Μέρκελ ανοίγει τόσο γρήγορα τα χαρτιά της και αδειάζει το πόστο του υπουργού Οικονομικών μπορεί να θεωρηθεί χωρίς αμφιβολία κίνηση καλής θελήσεως έναντι των δυνητικών κυβερνητικών της εταίρων, αλλά μπορεί να αξιολογηθεί και ως ένα ιδιαίτερα βεβιασμένο βήμα. Πόσο μάλλον που οι επίσημες διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης δεν έχουν ξεκινήσει καν ακόμη και δεν αναμένεται να αρχίσουν πριν τις τοπικές εκλογές στο κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας στα μέσα Οκτωβρίου. Έκπληξη προκαλεί επίσης το γεγονός ότι απομακρύνεται ένας από τους δημοφιλέστερος υπουργούς της, ο Β. Σόιμπλε, τη στιγμή που ξεκινούν οι κρίσιμες διαπραγματεύσεις για τη μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης, όταν ο ίδιος έχει συνδιαμορφώσει όλα τα προηγούμενα χρόνια την ατζέντα των σχετικών συζητήσεων.
Ευσεβείς πόθοι και εικασίες
Σε αυτά τα συμφραζόμενα η αιφνιδιαστική αυτή εξέλιξη αφήνει ορισμένα περιθώρια για εικασίες. H μετακίνηση του Β. Σόιμπλε ανοίγει μεν δρόμους διευκολύνοντας το σχηματισμό κυβέρνησης, όχι όμως με μοναδική κατεύθυνση τη «Τζαμάικα».
Την επομένη των εκλογών η Α. Μέρκελ δήλωνε ότι θα έχει διερευνητικές επαφές για το σχηματισμό κυβέρνησης όχι μόνον με τους Φιλελεύθερους και τους Πράσινους αλλά και με τους Σοσιαλδημοκράτες, αφού είναι γνωστό ότι η συγκυβέρνηση με το SPD είναι το σχήμα που προκρίνει η ίδια προσωπικά. Είναι γεγονός και παρότι οι τελευταίοι απέκλεισαν το ενδεχόμενο νέας συνεργασίας ότι μετά τη διαφαινόμενη μετακίνηση του Β. Σόιμπλε τα δεδομένα αλλάζουν ριζικά. Σε περίπτωση λοιπόν που δεν καρποφορήσουν οι διαπραγματεύσεις για μια τετρακομματική κυβέρνηση (CDU/CSU-FDP-Grüne) και απουσία άλλων εναλλακτικών, το δέλεαρ για τους Σοσιαλδημοκράτες προκειμένου να μεταπειστούν και να συνεχίσουν τον μεγάλο συνασπισμό με τα χριστιανικά κόμματα θα ήταν πλέον εξαιρετικά μεγάλο: η ανάληψη του υπουργείου Οικονομικών. Με αυτό ασκείς πολιτική, λένε συχνά ηγετικά στελέχη του SPD.
Αφετέρου στην περίπτωση αυτή ο ρόλος του Β. Σόιμπλε ως νέου προέδρου της Βουλής θα ήταν ακόμη πιο σημαντικός: αποστολή του θα ήταν μεν να αντιμετωπίσει και πάλι τις προκλήσεις του AfD, αυτή τη φορά όμως όχι απλά ως ένα κόμμα της αντιπολίτευσης, αλλά ως το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Διότι στην περίπτωση συγκυβέρνησης των δυο μεγάλων κομμάτων, τη θέση της μείζονος αντιπολίτευσης θα αναλάμβανε φυσικά το τρίτο κόμμα που είναι το AfD.
Ποιος θα διαδεχθεί τον Σόιμπλε;
Για την περίπτωση πάντως που ευδοκιμήσει τελικώς το σενάριο «Τζαμάικα» υπάρχουν πολλοί «μνηστήρες» για το υπουργείο Οικονομικών. Καταρχήν από το ίδιο το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, με επικρατέστερο ίσως τον νυν υφυπουργό Οικονομικών, έμπιστο του Β. Σόιμπλε και ανερχόμενο αστέρα των συντηρητικών, Γενς Σπαν.
Στους δε Φιλελεύθερους προβάλλονται δυο, κυρίως, ονόματα: του αρχηγού Κρίστιαν Λίντνερ και του αντιπροέδρου του κόμματος Βόλφγκανγκ Κουμπίκι, παρότι αμφότεροι δεν έχουν σχετική εμπειρία.
Η ανάληψη του υπουργείου Οικονομικών από τους Φιλελεύθερους πάντως δεν συνεπάγεται αυτομάτως αρνητικές εξελίξεις για την Ελλάδα. Καταρχήν είναι γεγονός ότι ένας μικρότερος κυβερνητικός εταίρος όπως το FDP δεν είναι σε θέση να επιβάλει την ατζέντα του και κυρίως σε βάρος της πολιτικής που έχει χαραχθεί όλα τα προηγούμενα χρόνια. Βέβαιο είναι ότι οι Φιλελεύθεροι είναι εκφραστές της σκληρής γραμμής έναντι της Ελλάδας, αφού εμφανίζονται αρνητικοί σε ενδεχόμενο νέο πακέτο βοήθειας. Επίσης ενίοτε επαναφέρουν θέμα Grexit, εντούτοις σχεδόν πάντα σε συνάρτηση με ένα ενδεχόμενο κούρεμα του χρέους το οποίο απορρίπτουν κατηγορηματικά τόσο οι ίδιοι όσο και SPD και CDU/CSU. Οι Φιλελεύθεροι υποστηρίζουν ότι σε περίπτωση που οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες στην Ελλάδα δεν αποδώσουν μακροπρόθεσμα τα προσδοκώμενα και εντέλει κριθεί αναγκαίο ένα κούρεμα του χρέους, τότε αυτό θα πρέπει να γίνει με την Ελλάδα εκτός Ευρωζώνης αλλά εντός ΕΕ.
Πάντως, ως σημαντικό αντίβαρο θα λειτουργούσαν σε αυτή την περίπτωση οι Πράσινοι. Οι Grüne τάσσονται κατηγορηματικά κατά του Grexit, υπέρ επενδύσεων και της ανάπτυξης αλλά και υπέρ του τέλος της λιτότητας σε όλη την Ευρώπη, στην οποία οι ίδιοι αποδίδουν τη ραγδαία άνοδο του λαϊκισμού εν γένει.
Κώστας Συμεωνίδης (D.W)