Μέσα από το πολεμικό ημερολόγιο του δεκανέα Κωνσταντίνου Λινάρδου
-------------------------------------------------------------Ιδιαίτερη θέση στην αποτύπωση της ιστορικής πραγματικότητας μιας εποχής κατέχουν τα πολεμικά ημερολόγια, τόσο γιατί σκιαγραφούν την καθημερινότητα του καιρού τους με παραστατικότητα και αμεσότητα, όσο επειδή σε αυτά η υποκειμενικότητα των συγγραφέων τους συνήθως περιορίζεται στην απλή καταγραφή των γεγονότων, χωρίς να υπεισέρχεται σε κριτική ανάλυση των γεγονότων. Την δεκαετία του 1910 ο Κωνσταντίνος Λινάρδος (δάσκαλος από τα Λουσικά Νομού Αχαΐας) κλήθηκε τρεις φορές από την Πατρίδα να την υπηρετήσει και σε όλες τις κλήσεις ανταποκρίθηκε με συνέπεια. Ο ίδιος (και λόγω επαγγέλματος) θεώρησε χρήσιμο να καταγράψει όλα όσα βίωσε σε ένα πολεμικό ημερολόγιο εκατόν ογδόντα δύο σελίδων.
....Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ ΚΑΙ Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
....Στις 26 Δεκεμβρίου φεύγουν με καράβι για το μέτωπο της Ηπείρου: «αποκομίσας ολίγα βάσανα και πολλάς εντυπώσεις».
Όμως λόγω της εξόδου του Χαμιδιέ το ταξίδι γινόταν με προσοχή, κυρίως νύκτα και χωρίς φωτισμό μέχρι την 28η του μήνα όταν και έφτασε στο Σούνιο. Όταν λίγο μετά έφτασε στο Σαρωνικό, οι εξ Αθηνών στρατιώτες άρχιζαν να φωνάζουν:
«Δεξιά Καπετάνιε!!»
Να κατευθυνθεί δηλαδή προς Πειραιά. Όμως το πλοίο συνέχιζε κανονικά την πορεία του… Φτάνοντας στον Ισθμό και καθώς το πλοίο ρυμουλκείται από την μία στην άλλη πλευρά είχαν συρρεύσει και από τις δύο πλευρές της διώρυγας πολλοί Κορίνθιοι, κυρίως γυναίκες που προσπαθούσαν να δούνε τις προσφιλείς τους υπάρξεις τείνοντας τας χείρας προς εναγκαλισμόν… Αρκετές από τις γυναίκες κυρίως μητέρες λιποθυμούσαν από συγκίνηση, ενώ άλλοι πετούσαν πορτοκάλια και άλλα δέματα στο πλοίο…
Προχωρώντας το πλοίο προς Αίγιο και Πάτρα , όλοι οι εξ Αχαΐας καταγόμενοι εφώναζαν τώρα εκείνοι με την σειρά τους:
«Αριστερά Καπετάνιε!!».
Όμως προς λύπη και αυτών το πλοίο συνέχιζε αταλάντευτα την πορεία του… Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς έφτασαν στο λιμάνι της Πρέβεζας όπου και αποβιβάστηκαν. Εκεί είδανε ότι όσοι βρίσκονταν από την αρχή στο Ηπειρωτικό μέτωπο ήταν αξύριστοι, ξεσχισμένοι, άγριοι λόγω και του καιρού… Ενώ ένας αξιωματικός από τους παλιούς εκεί τους έλεγε:
«για ιδές τα … Χιωτάκια, μπαρμπούνια είναι από τα χιώτικα μανδαρίνια».
Τις επόμενες μέρες η κατάσταση εμφάνιζε πολλές δυσκολίες, ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα είναι το κάτωθι:
«Ενυκτώσαμεν . Εστηρίζαμεν τα αντίσκηνα εις ένα τοίχο, εκόψαμεν κλαδιά και ηνάψαμεν ολίγη πυρά. Εσταυρώσαμεν πλέον τας χείρας, βρεγμένοι, νηστικοί, τουρτουρίζοντες και επεριμέναμεν να έβγη η ψυχή. Τόσο απελπίστημεν…».
Οι μέρες περνάνε και ουσιαστικά ρίχνουν βολές μόνο τα πυροβόλα, ενώ τα τμήματα εναλλάσσονται σαν προφυλακές μέσα σε δύσκολες συνθήκες και ενίοτε είτε μεταφέρουν προς το μέτωπο τα πυροβόλα και άλλα εφόδια, είτε προσπαθούσαν να μην αφήνουν να περνάνε τρόφιμα στους πολιορκημένους Τούρκους. Μάλιστα σε μία περίπτωση ελληνικό αντάρτικο σώμα συνέλαβε Αλβανούς από τα Φιλιατρά που προσπάθησαν να περάσουν στα Γιάννενα αραβόσιτο και αλάτι. Σε μία από τις περιπτώσεις που η μονάδα του παππού ήταν προφυλακή, αναφέρει ότι όταν οι τουρκικές οβίδες έσκαγαν κοντά τους, κάποιοι θαρραλέοι τις γιουχάιζαν… ενώ μία χαρακτηριστική αντίδραση ήταν ενός εκ Σαλαμίνος που όταν έσκαγαν οι οβίδες:
«σκυμμένος έκαμνε τον σταυρό του λέγων: Παναγία βόηθα». Μόλις έπαυον, ανεσηκώνετο σείων το χέρι απειλητικώς και βλασφημών έλεγε:
«…Την Παναγία τους οι κερατάδες, δεν θα μας αφήσουν ούτε να κατ…».
Όλες αυτές τις μέρες ο καιρός είχε δυσκολίες, μάλιστα μερικές φορές από το βάρος του χιονιού έπεφτε το αντίσκηνο…
Επίσης υπήρχαν αρκετά προβλήματα στην τροφοδοσία φαγητού και νερού, έτσι όταν έβρεχε έπαιρναν τις καραβάνες έξω για να μαζέψουνε βρόχινο νερό, ενώ πολλών οι αρβύλες είχαν λιώσει και αυτές που ερχόντουσαν δεν έφταναν για όλους, πάντως σε ώρες αδράνειας ήταν πρώτης τάξεως ευκαιρία για καλό ξεψείρισμα….
Την Κυριακή των Αποκριών αρκετοί ντυμένοι μασκαράδες έδωσαν κέφι, ενώ έκανε εντύπωση το πέταγμα των ελληνικών αεροπλάνων πάνω από το Μπιζάνι. Λόγω της αδράνειας διαδίδονται μικροψέματα για επιτυχίες προς αναπτέρωση του ηθικού, γιατί υπήρξαν περιπτώσεις λιποταξιών τόσο Ελλήνων όσο και Τούρκων. Κατά τις 17 Φεβρουαρίου αποφασίζεται πλέον η τελική επίθεση εν μέσω πολύ κακού καιρού, κάποιοι λέγανε ότι είναι -8 βαθμούς.
Ο στρατός άρχισε να προχωρά μέσα από απόκρημνες και στενές χαράδρες, βλέποντας κάτω γκρεμισμένα ζώα και εφόδια…
«Το δειλινό διετάχθημεν να μην σκορπισθώμεν αλλά να είμεθα έτοιμοι προς αναχώρησιν. Διαταγή κατά την πορείαν επί ποινή τουφεκισμού , απαγορεύεται τσιγάρο και ομιλία. Περί την 9η νυκτερινήν ξεκινήσαμε. Τα βάσανα της νυκτερινής εκείνης πορείας είναι απερίγραπτα. Εβαδίζομεν δι’ οδών δυσβάτων, παγωμένων, βαράθρων, βήμα προς βήμα βλέποντες κάπου εις το αχανές φώτα ή ακούοντες γαυγίσματα κυνών. Περί την 1η μ.μ. εφθάσαμεν εις μικρόν χωρίον εις το μέρος όπου ήσαν αι προφυλακαί. Εμείναμεν μίαν ώραν προς ανάπαυσιν και επέσαμεν ξεροί επάνω εις κοκαλιασμένον έδαφος. Μετά ταύτα επροχωρήσαμεν προς τα κάτω και μετά μαρτύριον 5 ωρών, διέβημεν χείμαρρον του Καλαμά και προεκαλύφθημεν, όπισθεν λόφου τρέμοντες εκ του ψύχους και μη δυνάμενοι να κρατήσωμεν ούτε τα όπλα».
Στις 20 του μήνα άρχισε η γενική επίθεση και η μονάδα του παππού μου κατέλαβε την Τσούκα από την οποία μπορούσαν πλέον να ατενίζουν και τα Γιάννενα.
«Μόλις εφώτισε, τα τελευταία τμήματα, μεταγωγικά και πυροβολικό εφάνησαν κατερχόμενα όπισθεν ημών. Εκ της Τσούκας και του Αγ. Νικολάου ήρχισεν να τους βάλει το τουρκικό πυροβολικόν. Τότε ζώα, κανόνια, κάσες φυσιγγίων, κιβώτια φαρμάκων, βαλίτσαι αξιωματικών, καζάνια όλα φύρδην μύγδην έφθασαν εις το βάθος. Ευτυχώς ουδέν ζώον έπαθε τι διότι εγλυστρούσαι προς τα κάτω και μάλλον ευκολότερον κατήλθον. Αριστερά ανταρτικά και 1ο Σύνταγμα είχαν αρχίσει μάχην. Δεξιά ο 9ος και 12ος λόχος μετά αλλαγή ολίγων τουφεκισμών κατέλαβαν τον Αγ. Νικόλαον με τα κανόνια γεμάτα και εστραμμένα προς την Μανωλιάσα. Εστήθη άνωθεν η μία πυροβολαρχία και υπεβοηθούσε την προέλαση του 1ου Συντάγματος. Ημείς επειδή εβαλλόμεθα ακόμη υπό του Αγ. Νικολάου επροχωρούσαμεν δια της χαράδρας, μόλις όμως ανέβημεν εις μικρά υψώματα, βλέπομεν το 1ο Σύνταγμα εις την κορυφήν της Τσούκας τα κανόνια μας μη βάλλοντα πλέον αφού είχε καταληφθεί ο Αγ. Νικόλαος. Οι Τούρκοι μη έχοντες όρεξη δια μάχη έφυγον για τα Γιάννινα. Επροχωρήσαμεν τότε εις τάξη μάχης και μετά μίαν ώραν είμεθα εις Τσούκα…».
Και η τελική έφοδος:
«Εμείναμε εις τάξιν διμοιρίαι κατά τετράδας εις παράταξιν και εθεώμεθα την εις το δεξιόν διεξαγομένην μάχην. Εις λόχος του 1ου Συντάγματος με τον λοχαγόν Σαγιάν επροχώρησε πολύ προς την πεδιάδα, έσωσαν όμως τα φυσίγγια και ηναγκάσθησαν να υποχωρήσωσιν, αφήσαντες τους τραυματίας των τους οποίους εύρεν ο προελάσας κατόπιν 2ος λόχος σφαγμένους…
Ούτε οι αξιωματικοί δεν εγνώριζον τι εγένετο διότι τους ενόμισαν δια Τούρκους. Μετ’ ολίγον εφάνησαν οι Τούρκοι προχωρούντες εις αραιάν τάξιν. Παρετάχθημεν όλοι οι λόχοι φοβούμενοι αντεπίθεσιν. Προς στιγμήν τα εχάσαμεν, διότι εβλέπαμεν και τους αξιωματικούς τεταραγμένους, το Μπιζάνι απέναντι μας και εφοβήθημεν κύκλωσιν. Ο Συνταγματάρχης εζητούσε τον οπτικόν τηλέγραφον και μια ορεινή πυροβολαρχίαν. Μετ’ ολίγον ο τηλέγραφος μας ανήγγειλε ότι η Μανωλιάσα έπεσε και η 4η Μεραρχία προήλαυνεν. Ο δε λοχαγός Πετιμεζάς στήσας δύο κανόνια εκτυπούσε ένα καταυλισμόν εις την πεδιάδα. Πρώτη οβίς επιτυχή, δευτέρα κλπ. επετούσε τας σκηνάς εις τον αέρα και οι Τούρκοι τροχάδην σαν λαγοί εξερχόμενοι των σκηνών έφευγον προς το Μπιζάνι.
Δεν παρήλθεν ώρα, ότε βλέπομεν φάλαγγας της 4ης Μεραρχίας να βαδίζουν κάτωθι δεξιά μας δια της πεδιάδος προς τη διεύθυνση της πόλεως. Κατέβημεν κάτω εις το χωριό Κοσμηρά. Δύο λόχοι προήλασαν και τη βοηθεία του πυροβολικού μας έφθασαν μία ώρα έξωθεν της πόλεως εις θέσιν Δουρούτι, ενθά έστησαν προφυλακάς.
Ημείς στρώσαμεν άφθονα χόρτα εκοιμήθημεν κατάκοποι εκ των ταλαιπωριών τριών ημερονυκτίων. Κατά τας 5, κρότοι συγκλονίζοντες την γην μας αφύπνισαν. Ωραίον το θέαμα χιλιάδων οβίδων, αίτινες εξερηγνύοντο επάνω εις το Μπιζάνι.
Τέλος περί την χαραυγήν κρότος και φλοξ ουρανομήκης, εκ της ανατινάξεως της πυριτιδαποθήκης εσήμανον το τέλος της τριμηνιαίου γιγαντομαχίας.
Ήτο ο τελευταίος επιθανάτιος ρόγχος του εκπνέοντος θηρίου.
Τα Γιάννινα είχαν παραδοθεί, το πρωτόκολον είχε υπογραφή και πυροβολισμός ουδείς ηκούετο».
Έτσι ορισμένοι βρήκαν την ευκαιρία και έλεγον:
«Ξύπνα καυμένε Αλή Πασά και βάλε το φακιόλι, να δης τους Αρβανίτες σου που σκλαβωθήκαν όλοι».
Σε αντίθεση με την Θεσσαλονίκη, στα Γιάννενα η μονάδα του παππού μπήκε από τις πρώτες στη πόλη αναφέροντας:
«Κατά τας 2 διετάχθη το Σύνταγμα μας να βαδίση προς την πόλιν. Ούτω μετά την είσοδον του ιππικού, πρώτοι ημείς είχομεν το ευτήχημα να δοκιμάσωμεν την συγκίνηση των μετά 500 έτη απελευθερωμένων. Υπό τας ζητωκραυγάς, τα δάκρυα και τον ενθουσιασμόν των Ελλήνων εβαδίσαμεν δια της κεντρικής οδού προς την πλατείαν των στρατώνων. Τοιαύται στιγμαί είνε ανώτεραι περιγραφής. Τούτο μόνο να έβλεπε κανείς. Έξωθεν του διοικητηρίου τα φέσια σχισμένα απετέλουν στίβον…».
«Οικτρό θέαμα. Φάσματα εκ της πείνας δεν ηδύνατο κανείς να σταθεί όρθιος. Έπιπταν κάτω λέγοντες αμάν σου (αμάν νερό). Του έρριπτες λίγο νερό εις το στόμα με το παγούρι και ανέζη.
Έφτασαν ξένοι ανταποκριταί, στρατιωτικοί ακόλουθοι, κυρίαις, οι πρίγκηπες και όλοι εμοίραζαν σε αυτούς διάφορα εδώδιμα. Τους συνοδεύσαμεν κατόπιν εις την λίμνην να πάρουν ύδωρ. Εις το άκρον της λίμνης άλογα θνησιμαία, αίματα, ακαθαρσίαι και αυτοί έπινον από τον βόρβορον αυτόν ως ζώα με το στόμα. Ασθενείς μη δυνάμενοι να κινηθώσιν θα είχον 3 ημέρας χωρίς ύδωρ. Αν κανείς παρέμενε, τον ήρπαζον τα παιδάκια και τον έφερον σύρνοντα με ενθουσιασμό, ότι μας προσέφεραν υπηρεσίαν λέγοντα: αυτός σας έφυγε και τον πιάσαμε».
*Το ημερολόγιο είναι επεξεργασμένο από τον Κωνσταντίνο Λινάρδο