Δέκα χρόνια δικαστικών αγώνων ενώπιων πέντε δικαστηρίων σε επτά δίκες, αλλά η απόφαση είναι μία: απόλυση καθολικού διευθυντή κλινικής από καθολικό νοσοκομείο λόγω διαζυγίου και δεύτερου γάμου του είναι άκυρη.
Η υπόθεση, που ούτως ή άλλως θα εγγραφεί στα ιατρικά και δικαστικά χρονικά της χώρας, δεν θα είχε τόσο μιντιακό αντίκτυπο, εάν δεν συνέπιπτε με τα διαχρονικά σκάνδαλα σεξουαλικής κακοποίησης ταγών της Καθολικής Εκκλησίας, που μετά από δεκαετίες αποφάσισε το Βατικανό να τα αντιμετωπίσει. Η δικαστική περιπέτεια του Ρόμουαλντ Ανταμέκ, διευθυντή παθολογικής κλινικής στο καθολικό νοσοκομείο St. Vinzenz του Ντίσελντορφ, ξεκινά πριν από δέκα χρόνια, όταν η διοίκηση του νοσοκομείου, του κοινοποιεί την απόλυσή του με την αιτιολογία ότι παραβίασε όρο του συμβολαίου του με το νοσοκομείο περί «διαβίωσης εντός ενός θρησκευτικά άκυρου γάμου». Το «έγκλημα» που διέπραξε ήταν πήρε διαζύγιο από την πρώτη του γυναίκα και ένα χρόνο πριν αποφάσισε να παντρευτεί πολιτικά για δεύτερη φορά.
Από δικαστική αρχή σε δικαστική αρχή
Η διοίκηση του νοσοκομείου θεώρησε ότι ο γιατρός παραβίασε τις βασικές αρχές της Καθολικής Εκκλησίας και την διδασκαλία περί καθολικών ηθών. Προσέφυγε λοιπόν στη δικαιοσύνη. Το Εργατικό Δικαστήριο του Ντίσελντορφ, το Εργατικό Εφετείο του Ντίσελντορφ και το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Ερφούρτης δικαίωσαν τον γιατρό και ακύρωσαν την πράξη απόλυσης με την αιτιολογία ότι το νοσοκομείο απασχολεί πολλούς διευθυντές κλινικών, που δεν είναι Καθολικοί, οι οποίοι δικαιούνται να ξαναπαντρεύονται. Η υπόθεση θα είχε τελειώσει στην ανώτατη δικαστική αρχή επίλυσης εργατικών διαφορών, εάν το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης, στο οποίο προσέφυγε η καθολική διοίκηση του νοσοκομείου, δεν ακύρωνε την απόφαση και ανέπεμπε την υπόθεση στο Ομοσπονδιακό Εργατικό Δικαστήριο της Ερφούρτης. Το σκεπτικό των δικαστών ήταν ότι σύμφωνα με τον Θεμελιώδη Νόμο (Σύνταγμα) η Εκκλησία διαθέτει την διακριτική ευχέρεια να εκτιμήσει ποιους ξαναπαντρεμένους γιατρούς απολύει και ποιους όχι.
Η απόφαση ξένισε τους δικαστές του Ομοσπονδιακού Εργατικού Δικαστηρίου, οι οποίοι ζήτησαν τη βοήθεια του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΔΕΕ, στο Λουξεμβούργο. Τον Σεπτέμβριο του 2018 το δικαστήριο αυτό σε γνωμοδότηση απεφάνθη ότι η σύναψη άκυρου, κατά την νομική τάξη της καθολικής εκκλησίας, γάμου, δεν αποτελεί ουσιώδη όρο και αξίωση νομικά αποδεκτή και επαγγελματικά αποδεκτή για την άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος. Με άλλα λόγια, ο διευθυντής της παθολογικής κλινικής θα έπρεπε να υποπέσει σε βαρύτερη πράξη για την καθολική εκκλησία, όπως για παράδειγμα, άμβλωση ή διασπορά μίσους, για να απολυθεί.
Κοσμικό εργατικό δίκαιο
Η Αρχιεπισκοπή της Κολωνίας ανήγγειλε ότι θέλει να «εξετάσει εντατικά» την απόφαση και τις επιπτώσεις της. Σύμφωνα με εκπρόσωπό της αντίστοιχες περιπτώσεις αντιμετωπίζονται σήμερα μετά από χρόνια διαφορετικά με βάση το εκκλησιαστικό δίκαιο. Αλλά και η καθολική οργάνωση Caritas δια του προέδρου της υπογράμμισε ότι οι βασικές αρχές απασχόλησης σε μια καθολική υπηρεσία έχουν αλλάξει και έχουν προσαρμοστεί πλέον στην πραγματική ζωή πολλών εργαζομένων. «Απόλυση λόγω δεύτερου γάμου είναι εκτός πραγματικότητας» σχολίασε την δικαστική απόφαση η Σίλβια Μπίλερ, ομοσπονδιακή πρόεδρος του συνδικάτου Ver.di. σημειώνοντας ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από τη σημερινή κοινωνία.
Ο Χανς Άμπερτ Γκέλε, πρόεδρος του Συνδέσμου Επαγγελματιών της Β. Ρηνανίας-Βεστφαλίας ανέφερε ότι «έχει παρέλθει προ πολλού ο καιρός που η καθολική εργοδοσία μπορεί να επαναπαύεται στα παρωχημένα προνόμια ενός λεγόμενου τρίτου δρόμου, αλλά πρέπει να εφαρμόσει χωρίς περιορισμούς το 'κοσμικό μοντέλο' εργατικού δικαίου». Σύμφωνα με το κόμμα των «Πρασίνων» η απόφαση είναι εξαιρετικά σημαντική, διότι επιφέρει ασφάλεια δικαίου για 1,4 εκατομ. απασχολούμενους σε εκκλησίες, εκκλησιαστικούς οργανισμούς και ενώσεις κοινωνικής πρόνοιας, όπως η Caritas και η Diakonie.
SZ, Spiegel Online
Επιμέλεια: Ειρήνη Αναστασοπούλου