Μια προφορική ιστορία της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου με ογδόντα τέσσερις (84) μαρτυρίες-συνεντεύξεις από ισάριθμους αφηγητές είναι το βιβλίο του ιστορικού Ιάσονα Χανδρινού, επιστημονικού συνεργάτη του Πανεπιστημίου του Ρέγκενσμπουργκ στη Βαυαρία.
Πενήντα χρόνια μετά από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και με τη μνήμη ακόμα ζωντανή, το βιβλίο αποτελεί σημαντική συμβολή καθώς πρόκειται για τη μεγαλύτερη ιστορική και πολυπληθέστερη συστηματική συγκέντρωση μαρτυριών για το ζήτημα.
Συγκεντρώνει μαρτυρίες από γυναίκες και άντρες, φοιτήτριες και φοιτητές, συνδικαλιστές του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, μέλη παράνομων οργανώσεων, μαθητές, εργάτες, διαδηλωτές που τραυματίστηκαν από σφαίρες, αυτόπτες μάρτυρες και στρατιωτικούς.
Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν από τον Ιάσονα Χανδρινό από το 2010 έως το 2019, και σύμφωνα με τον συγγραφέα, απομαγνητοφωνήθηκαν και συντάχθηκαν από τον ίδιο και επεξεργάστηκαν σε δεύτερο χρόνο από τους αφηγητές.
«Η έρευνα έχει ως τώρα καταλήξει σε εικοσιτέσσερις ταυτοποιημένους και έναν αριθμό από ''βασίμως προκύπτοντες'' νεκρούς από πυρά αστυνομικών και στρατιωτικών δυνάμεων. Οι τραυματίες ανήλθαν σε χίλιους εκατόν τρεις , από τους οποίους οι εκατόν είκοσι τέσσερις χτυπήθηκαν από σφαίρες (αριθμός εντυπωσιακός που σπανίως συνεκτιμάται), ενώ οι συλλήψεις έφτασαν τις δύο χιλιάδες εξήντα» αναφέρει μεταξύ άλλων στην εισαγωγή του ο συγγραφέας, για την Εξέγερση του Πολυτεχνείου τα γεγονότα της οποίας «ξεκίνησαν με την κατάληψη του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου το μεσημέρι της Τετάρτης 14 Νοεμβρίου και συνεχίστηκαν τουλάχιστον έως και την Κυριακή 18 Νοεμβρίου 1973, με επίκεντρο την Αθήνα αλλά και με αντανάκλαση σε άλλες πόλεις (Θεσσαλονίκη, Πάτρα)».
Από τις βιωματικές αφηγήσεις του βιβλίου, επιλέγονται σήμερα, ενδεικτικά, δύο μαρτυρίες, μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο.
Ιωάννα Καρυστιάνη (1952) Χανιά Κρήτης φοιτήτρια νομικής, Αντι-ΕΦΕΕ/ΚΝΕ
Θυμάμαι, λοιπόν, επειδή ήταν πρόσφατο το αιματοκύλισμα στη Χιλή, δεν το θεωρούσαμε και απίθανο να συμβεί το ίδιο και στην Ελλάδα. Δεν θέλαμε να σκοτωθούμε- παιδιά ήμασταν-, αλλά μερικές φορές νιώθεις ότι δεν γίνεται διαφορετικά. Ίσως, επειδή η στρατιωτική δικτατορία είχε αποδειχτεί τόσο αηδιαστική, τόσο προσβλητική στην ανθρώπινη ύπαρξη, τόσο ανενδοίαστη, τόσο επικίνδυνη, νιώθαμε ότι δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά[…] Οπότε δεν γινόταν να μην πάμε στο Πολυτεχνείο. Εμένα δεν μου πέρασε ποτέ απ΄το μυαλό να καθίσω στ' αυγά μου, κι ας είχα διαλυθεί ψυχολογικά στην ΕΣΑ. Ήταν πια πολύ ντροπιαστική κατάσταση η Δικτατορία.«Κυλώνειον Άγος.»
[…] Μετά μας μετακομίσανε σ' ένα διαμέρισμα που είχε φως- το τέταρτο κρησφύγετο-, της οικογένειας Κομνηνού με τη δίχρονη κόρη τους Τατιάνα. Οι Κομνηνοί ξεσπιτώθηκαν. Μια φορά είχανε φέρει μια Σουηδέζα δημοσιογράφο με δεμένα μάτια στο υπόγειο- νύχτα- και μας πήρε συνέντευξη, δεν θυμάμαι λεπτομέρειες ίσως μαγνητόφωνο. Γράφαμε ανταποκρίσεις για τη «Φωνή της Αλήθειας» και την Ντόιτσε Βέλε κι ερχόταν και τις έπαιρνε ο σύνδεσμος, ο σεμνός Βασίλης ο Κολώνιας, που μας έφερνε εφόδια, λίγα τρόφιμα και κυρίως φάρμακα από τη φαρμακαποθήκη όπου δούλευε ο Γιάννης Κομνηνός.
[…] Υπήρχαν πάρα πολλοί άνθρωποι που κάνανε τα αδύνατα δυνατά να βοηθήσουν παιδιά γιατί και μετά το Πολυτεχνείο και μετά το χτύπημα του Φλεβάρη ήταν εκατοντάδες παιδιά που ήταν καταζητούμενα…
Όταν έπεσε η Χούντα, η ΚΝΕ με «ξεκλείδωσε» τρεις μέρες μετά. Όλη η Ελλάδα ήταν στους δρόμους κι εγώ ακόμα κλειδωμένη. Και με το που βγήκα, παίρνω τηλέφωνο τους δικούς μου στην Κρήτη (τους πρώτους τρεις μήνες νόμιζαν ότι έχω πεθάνει).
[…] Στην πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου, την πρώτη λαοθάλασσα που έβλεπα στη ζωή μου, έκλαιγα μέσα μου. Έλεγα ότι, αν το ένα τρίτο είχε έρθει εκείνη τη βραδιά, μπορεί να ήταν αλλιώς η εξέλιξη. Να 'χαμε λιγότερους νεκρούς, να 'χε πέσει η Χούντα και να 'χαμε γλυτώσει την Κύπρο, γεγονός που εγώ προσωπικά το συνδέω πάρα πολύ. (Σημειωτέον ότι, ως «βλαχάκι»-Κρητικιά, επαρχιώτισσα- , έκανα πολλή παρέα με τους Κύπριους συμφοιτητές, την Ελίζα Σαββίδη, τον Γιαννάκη Ομήρου, τον Γιώργο Τσαλακό, τον ποιητή Γιώργο Μοράρη και άλλους. Και είχα έναν πολύ μεγάλο πόνο για την Κύπρο. Και με πονάει που είναι ξεθυμασμένος ο πόνος για την Κύπρο.) Αλλά αυτό σημαίνει Δικτατορία. Και μάλλον αυτό σημαίνει μακρόχρονη πολιτική κατάσταση. Ο ελληνικός λαός ήταν καταπονημένος. Πέρα απ΄ τον πόλεμο, ήταν ο Εμφύλιος, τριάντα χρόνια παρανομία, μετανάστευση, δυστυχία και φτώχεια, που μοιράστηκαν εξίσου στα αριστερά και στα δεξιά σπίτια… Και η Δικτατορία ήτανε το «δηλητηριώδες κερασάκι» σ' αυτή την ιστορία. Πιστεύω ότι οι Έλληνες μέχρι τότε ήταν πεισμένοι ότι η ταυτότητα της χώρας ήταν «Ψωρωκώσταινα». Φτώχεια, δυστυχία και ξενιτεμός. Αντιλήφθηκα ότι αυτό σημαίνει Χούντα: να φοβάται ο κόσμος. Και αργότερα κατάλαβα πώς η Ιστορία προσμετράται και αθροίζεται κυριολεκτικά στο σβέρκο των ανθρώπων…
[…] Αυτό που θέλω να σου πω είναι ότι στο Πολυτεχνείο νιώσαμε πλήρεις υπάρξεις. Δηλαδή, ακόμα κι αν εκείνοι που από τη φύση τους ή από τις συνθήκες της ζωής ένιωθαν ως πολύ μεγάλη απειλή τη μοναξιά, εκείνες τις μέρες δεν τη νιώσανε ούτε δευτερόλεπτο. Και επειδή ήταν πολύ πυκνός ο χρόνος, υπήρχε αυτό το αντιφατικό στοιχείο: ταυτόχρονα μια ανείπωτη δυστυχία του να συνειδητοποιείς ότι οι στρατόκαβλοι μπορούν να δολοφονήσουν άοπλους μαθητές και σπουδαστές, κι από την άλλη, η απόκοσμη ευτυχία του να νιώθεις «ψυχή τε και σώματι» ελεύθερος μέσα σε συνθήκες Δικτατορίας.Ένα περίεργο πράγμα.Πιστεύω ότι αυτό έδινε δύναμη στα παιδιά. Και δεν νομίζω πως ήταν ένα συναίσθημα σπάνιο για τους ανθρώπους που βρέθηκαν εκεί. Ερχότανε σαν βουητό.
Κώστας Πίττας (1955) Αθήνα, φοιτητής Πολυτεχνείου Πάτρας
« Φτάνουμε στην πλατεία Μεταξουργείου (Καραϊσκάκη) και προχωράμε στην Αγίου Κωνσταντίνου να πάμε σε μέρη που ήξερα. Με το που μπαίνουμε στην Αγίου Κωνσταντίνου και πλησιάζοντας προς Ομόνοια, αρχίζει να μυρίζει. Δεν το' χα ξαναμυρίσει ποτέ. Ήταν οσμή από δακρυγόνα. Στη Λυκούργου στρίβω αριστερά, βλέπω τανκ στην Αθηνάς. Ξανακάνω δεξιά στην Κλεισθένους και στο τέρμα της, δηλαδή πίσω ακριβώς από το Δημαρχείο, βλέπω κόσμο ο οποίος κατέβαζε ξύλα και υλικά και έφτιαχνε οδόφραγμα…Και τότε κυριάρχησε μέσα μου το «εδώ είμαστε».
[…] Γυρίζω τριγύρω και παθαίνω σοκ. Γιατί γύρω μου είναι πόσοι; είκοσι; τριάντα; Νέα παιδιά που είναι -τι να πω;-20 με 25 χρονώ; Οι οποίοι έχουν το χαρακτηριστικό ότι δεν φοράνε το κλασικό φοιτητικό τζάκετ, δεν φοράνε τζιν, δεν έχουν γένια, δεν φοράνε αρβύλες ή ελβιέλα, αλλά φοράνε καμπάνα μισό μέτρο κάτω, παντελόνι στενό, χαμηλοκάβαλο και σφιχτό, πουλοβεράκι με βε, πουκάμισο με γιακάδες μακρόστενους που φεύγανε μέχρι κάτω και καρέ μαλλάκι προς τα πίσω…Με λίγα λόγια, νέα παιδιά, εργατόπαιδα, μαθητές, τεχνικές σχολές, δεν ξέρω τι μπορεί να ήτανε, σίγουρα πάντως δεν ήταν φοιτητική διανόηση. Καμία διάθεση υποβάθμισης στους φοιτητές, αλλά αυτό ήταν το κάτι άλλο. Ένα νεολαιίστικο κράμα από, προφανώς εργατογειτονιά, που μπορεί να ήταν και Πατήσια, αλλά εμένα μου έμοιαζε για Μπουρνάζι. εκεί στο οδόφραγμα ήταν όλη η εκείνη η πιτσιρικαρία που έβλεπε τηλεόραση, ειδικά με το Γουέμπλεϊ ήταν Παναθηναϊκός και τα μυαλά στα κάγκελα. ''Πιάσ' το δοκάρι, ρε.. Όχι αυτό, ρε μαλάκα, αυτό είναι τάβλα, το δοκάρι είναι το άλλο! '' Είχαν ανέβει σε μια οικοδομή και παίρνανε για το οδόφραγμα. Ε,εγώ δεν ήξερα για παράδειγμα, τη διαφορά δοκαριού και τάβλας, αλλά φαίνεται κάποιος εκεί ήξερε, κι αν δεν ήταν ο ίδιος οικοδόμος, μπορεί να ήταν ο πατέρας του και να τον έπαιρνε μαζί στη δουλειά…Έκανε «μπαμ».Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο εκεί έβλεπες το ''λαϊκή εξέγερση''. Προφανώς, τέτοιου τύπου ιστορίες θα υπήρχαν συνέχεια όλες τις προηγούμενες μέρες του Πολυτεχνείου στην Αθήνα, αλλά εκείνη την ώρα που έχει υπάρξει καταστολή, συνεχίζεται γύρω γύρω στους δρόμους (στο Αιγάλεω, ας πούμε, ξέρω ότι συνεχίστηκε μέχρι και την Κυριακή το πρωί). Ο κόσμος που είχε βγει έξω και δεν καταλαβαίναν μία από καταστολή… Καταλαβαίνανε, αλλά αντιλαμβάνεσαι τι θέλω να πω[…] Δε νομίζω ότι υπήρχαν πολλοί φοιτητές στους δρόμους το Σάββατο το μεσημέρι, εκείνη την ώρα. Νομίζω ότι τέτοιος ήταν ο κόσμος που ήταν εκεί έξω.
Αυτά μπορεί και να γίνανε σε δέκα λεπτά ή κανα τέταρτο- δεν έχω καθόλου την αίσθηση του χρόνου. Έρχεται ένα τανκ από την Αθηνάς (μικρό τανκ), μπαίνει στον πεζόδρομο που είναι δίπλα στο Δημαρχείο κι αρχίζει να κροταλίζει στον αέρα. Θυμάμαι, όπως ήταν το κανόνι, αρχίζει να το κάνει αργά αργά προς τα κάτω και να τρίζουν οι ερπύστριες, οπότε εκεί διαλύθηκε το οδόφραγμα. Βγήκα στην Ευριπίδου και -κολλημένος ακόμα- ξαναπήγα προς το κέντρο. Στην Αθηνάς πάλι τανκ, οπότε μπαίνω σ' έναν πλάγιο δρόμο, ένα πολύ μικρό στενάκι άμα το δεις, που πάει προς του Ψυρρή, την Αγίου Δημητρίου. Μιλάμε για αχαρτογράφητο πεδίο για μένα τώρα, πού πηγαίνω, πού τραβάω.»
(ΑΡΧΕΙΟ)